πυριδίνης

πυριδίνης
ὁ, Α
δίνη φωτιάς, περιστροφική φλόγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + δίνη (πρβλ. ηερο-δίνης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυριδίνη — η, Ν (βιοχ. φαρμ.) 1. οργανική ένωση τής ετεροκυκλικής σειράς που χαρακτηρίζεται από εξαμελή δακτύλιο με πέντε άτομα άνθρακα και ένα αζώτου, το οποίο έχει αντικαταστήσει μια ομάδα CH τού βενζολίου 2. φρ. «αλκαλοειδή πυριδίνης» (βιοχ.) αλκαλοειδή …   Dictionary of Greek

  • αλκαλοειδή — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις πολύπλοκης σύνταξης, των οποίων το μόριο αποτελείται από ομάδες ατόμων που περιέχουν άζωτο και σχηματίζουν κλειστούς δακτυλίους. Τα α. έχουν δηλαδή βασικό χαρακτήρα όμοιο με των αλκαλίων και από αυτό προέρχεται η… …   Dictionary of Greek

  • δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… …   Dictionary of Greek

  • θειουρία — Διαμίδιο του θειοανθρακικού οξέος, με τύπο H2N CS NH2, που προκύπτει από την ουρία με αντικατάσταση του οξυγόνου από θείο. Βρίσκεται με τη μορφή λευκών κρυστάλλων, που έχουν σημείο τήξης 180 182°C, πικρή γεύση και είναι μέτρια διαλυτοί στο νερό… …   Dictionary of Greek

  • κινολίνη — Αζωτούχος χημική ένωση αποτελούμενη από δύο αρωματικούς δακτυλίους, με χημικό τύπο C9H7N. Αντιπροσωπεύει τη βασική χημική ομάδα διαφόρων φυσικών αλκαλοειδών. Ως συστατικό των αλκαλοειδών συναντάται και ένα ακόμη ισομερές της κ., η ισοκινολίνη, η… …   Dictionary of Greek

  • κολλιδίνες — οι χημ. συνοπτική εμπειρική ονομασία ορισμένων παραγώγων τής πυριδίνης, ισομερών μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό της λ., πρβλ. collidine < coll (< κόλλα) + idine ( ide + ine)] …   Dictionary of Greek

  • πυριδόνη — η, Ν συν. στον πληθ. οι πυριδόνες χημ. συνοπτική ονομασία αζωτούχων ετεροκυκλικών οργανικών ενώσεων παραγώγων τής πυριδίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyridone < pyrid (< pyridine, βλ. πυριδίνη) + κατάλ. τής χημ. ορολογίας one] …   Dictionary of Greek

  • ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”